- υπερηπατία
- η, Νιατρ. υπερλειτουργία τού ήπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ήπαρ, -ατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερηπατισμός — ο, Ν ιατρ. υπερηπατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ήπαρ, ατος + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek